Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2012

Η ΕΚΤ υπό πίεση για να συμμετάσχει στο ελληνικό PSI


bonds-top-1Βρισκόμαστε στην κρίσιμη εβδομάδα για την ολοκλήρωση της συμφωνίας αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους κι όσο περνούν οι μέρες, τόσο θα δυσκολεύεται η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να παραμείνει εκτός των συζητήσεων για τις ζημιές που θα αναλάβουν οι πιστωτές της Αθήνας.
Η ΕΚΤ αποτελεί το μεγαλύτερο πιστωτή της Ελλάδας, κατέχει ελληνικά ομόλογα ύψους 50 δις ευρώ, δηλαδή το ένα έβδομο του συνολικού ελληνικού ομολογιακού χρέους κι όμως δεν συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις μεταξύ της Ελλάδας και των ιδιωτών πιστωτών. Αλλά από τη στιγμή που το ελληνικό χρέος δεν καθίσταται βιώσιμο με τις ομολογουμένως υψηλές ζημιές της τάξης του 70% που θα αναλάβουν οι ιδιώτες πιστωτές, έχει τεθεί το θέμα σχετικά και με τη συμβολή της ΕΚΤ.
Χαρακτηριστικά των πιέσεων που δέχεται πλέον η ΕΚΤ είναι όσα είπε την Τρίτη ο πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου και επικεφαλής του Eurogroup Ζαν Κλοντ Γιούνκερ σε ραδιοφωνική συνέντευξή του: «Θα πρέπει να ολοκληρώσουμε τις διαπραγματεύσεις με τους πιστωτές το αργότερο ως τα τέλη της εβδομάδας. Στη συνέχεια θα πρέπει να εξετάσουμε ποιοι άλλοι θα χρειαστεί να προσφέρουν περαιτέρω βοήθεια». Ο υπαινιγμός περί ανάγκης συμβολής και άλλων φωτογράφιζε την ΕΚΤ υιοθετώντας την ιδέα αυτή που διατύπωσε πρώτη την περασμένη βδομάδα η γενική διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου Κριστίν Λαγκάρντ.
Η ΕΚΤ άρχισε να αγοράζει ελληνικά ομόλογα με έκπτωση από τις δευτερογενείς αγορές το 2010, όταν για πρώτη φορά η Αθήνα απειλούνταν να βρεθεί εκτός αγορών. Αυτά τα ομόλογα βρίσκονται τώρα στα βιβλία της κι αποτιμώνται στην τιμή που πλήρωσε η ΕΚΤ για να τα αποκτήσει, πράγμα που σημαίνει ότι μπορεί να καταγράψει κέρδη αρκετών δις ευρώ αν τα αποπληρωθεί πλήρως στη λήξη τους. Κι αυτό έχει τροφοδοτήσει προτάσεις σύμφωνα με τις οποίες η ΕΚΤ πρέπει να βοηθήσει στην αποκατάσταση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, καταθέτοντας τους ελληνικούς της τίτλους στο τραπέζι στο πλαίσιο μιας συνολικής συμφωνίας χρηματοδότησης προς την Αθήνα.
Αλλά η ΕΚΤ πλην των ελληνικών τίτλων, αγόραζε και ιρλανδικούς και πορτογαλικούς το 2010 και το πρώτο μισό του 2011, ενώ από τον περασμένο Αύγουστο αγοράζει ισπανικούς και ιταλικούς. Συνολικά δηλαδή η ΕΚΤ έχει αγοράσει κρατικούς τίτλους της ευρωπαϊκής περιφέρειας συνολικής αξίας 220 δις ευρώ οι οποίοι έχουν περαστεί στα βιβλία της και στα βιβλία των 17 κεντρικών τραπεζών των κρατών του ευρώ.
Οι αξιωματούχοι της ΕΚΤ έχουν αποκλείσει κατηγορηματικά κάθε ιδέα συμμετοχής της κεντρικής τράπεζας στην εθελοντική αναδιάρθρωση. Κάτι τέτοιο, λένε, θα παραβίαζε τον καταστατικό χάρτη της ΕΚΤ που της απαγορεύει να χρηματοδοτεί κυβερνήσεις. Η ΕΚΤ δικαιολόγησε νομικά τις αγορές κρατικών τίτλων ως ένα τρόπο να διασφαλίσει την ομαλή μετάδοση της επιτοκιακής πολιτικής της και του προγράμματος δανειοδότησης των τραπεζών μέσω των χρηματοπιστωτικών αγορών προς την πραγματική οικονομία. Η αποδοχή ζημιών, κατά τις ίδιες πηγές, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί με παρόμοιο σκεπτικό.
Από την άλλη μεριά όμως, οι αξιωματούχοι της ΕΚΤ αναγνωρίζουν κι ότι δεν υπάρχει εύκολη λύση. Μια καλή επιλογή θα ήταν η μετατροπή της εθελοντικής αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους σε υποχρεωτική ώστε να περιλαμβάνει όλους τους πιστωτές της Ελλάδας, ιδιώτες και επίσημους. Αν η Ελλάδα κηρύξει υποχρεωτική χρεοκοπία, κανείς δεν θα μπορεί να κατηγορήσει την ΕΚΤ ότι βοήθησε την Αθήνα γιατί θα είναι υποχρεωμένη να συμμορφωθεί και να ανταλλάξει και τους δικούς της τίτλους με νέους. Αυτό όμως θα ενισχύσει την επιρροή των αντιπάλων του προγράμματος αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ οι οποίοι εξαρχής υποστήριζαν ότι η αγορά ομολόγων είναι κακή ιδέα και ότι πρέπει να εγκαταλειφθεί πλήρως.
Ένα δεύτερο πρόβλημα για την ΕΚΤ είναι ότι η ελληνική χρεοκοπία μπορεί να επιδεινώσει την ήδη καλπάζουσα φυγή των επενδυτών από την αγορά ομολόγων της Πορτογαλίας ή ενδεχομένως και της Ιταλίας και της Ισπανίας – τη στιγμή που η ΕΚΤ ακόμα παλεύει να περιορίσει τη μόλυνση. Συν ότι αν οι κεντρικές τράπεζες της Ευρωζώνης δεν είναι σε θέση να απορροφήσουν τις ζημιές με τα άλλα έσοδά τους, τα κράτη θα πρέπει να προχωρήσουν στην ανακεφαλαιοποίηση τους.
Μια τρίτη επιλογή που είναι γνωστό ότι εξετάζει η ΕΚΤ είναι η πώληση των ελληνικών ομολόγων στον ευρωπαϊκό μηχανισμό διάσωσης στην τιμή αγοράς τους. Με αυτό τον τρόπο το ελληνικό χρέος μπορεί να μειωθεί κατά 10 ως 15 δις δολάρια. Κατά τον Ντάνιελ Γκρος, διευθυντή του θινκ τανκ Centre for European Policy Studies, η καλύτερη επιλογή για την ΕΚΤ θα ήταν να πει ότι θέλει πίσω την ονομαστική επένδυση της και σε αυτή την τιμή να πουλήσει τους ελληνικούς τίτλους της στο ευρωπαϊκό ταμείο διάσωσης.
Η πρόταση Γκρος έχει όμως κι αυτή τα προβλήματά της. Για να αγοράσει ο ευρωπαϊκός μηχανισμός τα ελληνικά ομόλογα της ΕΚΤ, θα πρέπει να χρησιμοποιήσει τα χρήματα των Ευρωπαίων φορολογουμένων και αυτό θα προκαλέσει αντιδράσεις σε κάποιες ευρωπαϊκές χώρες. Επιπλέον, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία που παλεύουν να τα βγάλουν πέρα με πολύ σκληρά μέτρα λιτότητας μπορεί να ζητήσουν κι αυτές διαγραφή του χρέους τους με τον ίδιο τρόπο. Κι όλα αυτά θα απαιτήσουν ακόμη μεγαλύτερα κεφάλαια διάσωσης.
«Δεν βλέπω γιατί η ΕΚΤ πρέπει να παραιτηθεί από τα κέρδη της για τα ελληνικά ομόλογα και να καταγράψει κέρδη για τα πορτογαλικά ομόλογα», παρατηρεί από την πλευρά του ο οικονομολόγος της Berenberg Bank Κρίστιαν Σουλτς. «Η ΕΚΤ δεν θέλει να δείξει ότι βοηθάει την Ελλάδα γιατί και οι άλλες χώρες θα ζητήσουν ανάλογη μεταχείριση».
Η επιτυχής κατάληξη της συμφωνίας της Ελλάδας με τους πιστωτές του ιδιωτικού τομέα μπορεί να αγοράσει λίγο χρόνο για την ΕΚΤ ώστε να επανεξετάσει το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της. Ο νέος μόνιμος ευρωπαϊκός μηχανισμός διάσωσης θα μπορεί να αγοράζει κρατικά ομόλογα από τις δευτερογενείς αγορές όπως και η ΕΚΤ. Αν αρχίσει να γίνεται αυτό, ίσως το πρόγραμμα της ΕΚΤ να μην είναι πλέον απαραίτητο.
Ο Σουλτς έχει προτείνει μια διαφορετική διαδικασία. Η ΕΚΤ δεν χρειάζεται να αναλάβει επισήμως δράση για να βοηθήσει στον περιορισμό του ελληνικού ομολογιακού χρέος, λέει. Οι εθνικές κεντρικές τράπεζες παραδίδουν τα κέρδη τους στις εθνικές κυβερνήσεις τους κρατώντας μόνο τμήμα τους ως αποθεματικά κεφάλαια. Το 2010 για παράδειγμα η Bundesbank έδωσε στο Βερολίνο 2.2 δις ευρώ – ποσό που αντιπροσώπευε διπλάσια κέρδη από το έτος 2009. Τα κράτη θα μπορούσαν, επομένως, απλά να αποφασίσουν ότι παραιτούνται των κερδών που είχαν λαμβάνειν από τα ελληνικά ομόλογα και τα αφήνουν προς όφελος της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους. «Και η ΕΚΤ μπορεί να πει ότι είναι στο χέρι των μετόχων της να αποφασίσουν τι θα κάνουν τα κέρδη τους», καταλήγει ο Σουλτς.